
Η Sara Barros Araújo είναι Καθηγήτρια Προσχολικής Εκπαίδευσης στη Σχολή Εκπαίδευσης του Πολυτεχνείου του Πόρτο (SE-PIP), στην Πορτογαλία. Είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στις Σπουδές για το Παιδί και, από το 2011, είναι Διευθύντρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στην Προσχολική Εκπαίδευση του SE-PIP. Ασχολείται με την εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών προσχολικής εκπαίδευσης (ECE) τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι μέλος του ΔΣ του Κέντρου Έρευνας και Καινοτομίας στην Εκπαίδευση (inED). Τα κύρια ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν: την παιδαγωγική της προσχολικής ηλικίας, την ποιότητα των πλαισίων προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας και την επαγγελματική ανάπτυξη των νηπιαγωγών. Είναι Συντονίστρια χώρας για την Πορτογαλία και Συγκλήτρια του SIG «Birth to Three» της Ευρωπαϊκής Ένωσης Έρευνας για την Προσχολική Εκπαίδευση (EARLΙ). Είναι συν-συγγραφέας των Πορτογαλικών εθνικών Παιδαγωγικών Κατευθυντήριων Γραμμών για την Εκπαίδευση Βρεφών-Νηπίων. Είναι προσκεκλημένη εμπειρογνώμονας του έργου «SEEPRO: Προφίλ Εργατικού Δυναμικού στα Συστήματα Προσχολικής Εκπαίδευσης και Φροντίδας στην Ευρώπη», για την Πορτογαλία.
Sara Barros Araújo is Full Professor of Early Childhood Education at the School of Education of Polytechnic Institute of Porto (SE-PIP), Portugal. She holds a PhD in Child Studies and, since 2011, is the Director of the Master Programme in Early Childhood Education of SE-PIP. She has been involved in preservice and in-service education of early childhood education (ECE) teachers for the past 20 years. She is member of the Board of the Centre for Research and Innovation in Education (inED). Her main research interests include: early childhood pedagogy, quality of childcare contexts, and professional development of ECE teachers. She is country Coordinator for Portugal and Convenor of the SIG “Birth to Three” of the European Early Childhood Education Research Association. She is co-author of the Portuguese national Pedagogical Guidelines for Centre-based Infant-toddler Education. She is invited Portuguese expert of the project “SEEPRO: Workforce Profiles in Systems of Early Childhood Education and Care in Europe”.
Τίτλος:
Προετοιμάζοντας και υποστηρίζοντας τους εκπαιδευτικούς της προσχολικής εκπαίδευσης και αγωγής: Η συμβολή της πραξεολογικής έρευνας
Οι επαγγελματικές συνθήκες των εκπαιδευτικών που εργάζονται στην προσχολική εκπαίδευση και αγωγή χαρακτηρίζονται από παράδοξες τάσεις, με αυξανόμενες απαιτήσεις και επιζήμιες συνθήκες που επηρεάζουν το εργατικό δυναμικό που βιώνει την ευθύνη για τον κεντρικό ρόλο του στη ζωή των παιδιών, των οικογενειών και των κοινοτήτων. Επιπλέον, η σημασία των καλά προετοιμασμένων επαγγελματιών είναι ένας ευρέως αναγνωρισμένος πυλώνας για την παροχή ποιοτικής προσχολικής εκπαίδευσης και για τη δημιουργία ευκαιριών για την ευημερία, την ανάπτυξη και τη μάθηση των παιδιών. Αυτή η ομιλία πραγματεύεται τις δυνατότητες πραξεολογικής έρευνας στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αναγνωρίζοντας τον τριγωνισμό πεποιθήσεων, θεωριών και πρακτικών ως ακρογωνιαίο λίθο στην επαγγελματική προετοιμασία. Ξεκινώντας από πραξεολογικές μελέτες περίπτωσης που αναπτύχθηκαν σε πρωτοβουλίες κατάρτισης μελλοντικών και επιμόρφωσης εν ενεργεία εκπαιδευτικών, παρουσιάζει και συζητά την κεντρική θέση των συμμετοχικών και βασισμένων στο πλαίσιο πρωτοβουλιών εκπαίδευσης. Στόχος είναι η κατανόηση, η αμφισβήτηση και ο μετασχηματισμός των παιδαγωγικών πρακτικών. Θα δοθεί έμφαση στη συνεισφορά της πραξεολογικής έρευνας για την επαγγελματική μάθηση θα τονιστούν, επισημαίνοντας κεντρικές πτυχές όπως οι αναδρομικοί διάλογοι μεταξύ πεποιθήσεων, θεωριών και πρακτικών, ο αντανακλαστικός πειραματισμός και ο κεντρικός ρόλος του μεσολαβητή/εκπαιδευτή δασκάλου.
Title:
Preparing and supporting ECE teachers: Contributions of praxeological research
The professional circumstances of ECE teachers have been characterized by paradoxical tendencies, with growing demands and detrimental conditions affecting the workforce living alongside indisputable evidence about its central role in the lives of children, families and communities. Moreover, the importance of well-prepared professionals is a widely recognized pillar in qualifying the ECE settings and in creating opportunities for children’s wellbeing, development and learning. This keynote addresses possibilities of praxeological research in ECE teacher education, acknowledging the triangulation of beliefs, theories and practices as a cornerstone in professional preparation. Departing from praxeological case studies developed in pre-service and in-service teacher education initiatives, it presents and discusses the centrality of participatory and context-based teacher education processes aiming at understanding, questioning and transforming pedagogical practices. Contributions of praxeological research for professional learning will be emphasized, pointing out central aspects such as the recursive dialogues among beliefs, theories and practices, reflexive experimentation, and the central role of the mediator/ teacher educator.

Η Δόμνα-Μίκα Κακανά διετέλεσε Kαθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (1991-2015) και από τον Σεπτέμβρη του 2015 είναι καθηγήτρια Παιδαγωγικής στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ. Διετέλεσε Κοσμητόρισσα της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ (2020-2023), Αντιπρόεδρος του ΤΕΠΑΕ (2017-2019), Διευθύντρια του ΠΜΣ «Επιστήμες της Αγωγής» (2016-2020), Διευθύντρια Σύνταξης της Συντακτικής Επιτροπής του επιστημονικού περιοδικού «Διάλογοι! Θεωρία και Πράξη στις Επιστήμες της Αγωγής και Εκπαίδευσης» (2018-2020). Τον Νοέμβριο του 2019 ανέλαβε Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Παιδικού Κέντρου του ΑΠΘ και από τον Μάρτιο 2024 ορίστηκε Συντονίστρια του ΚΕΔΙΜΑ-ΑΠΘ. Είναι συγγραφέας (μόνη ή σε συνεργασία) 170 περίπου άρθρων σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους, είναι συγγραφέας 4 βιβλίων και έχει επιμεληθεί 6 συλλογικούς τόμους. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στην αρχική και συνεχιζόμενη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και επαγγελματική τους ανάπτυξη, καθώς και στην ανάπτυξη σύγχρονων περιβαλλόντων διδασκαλίας και μάθησης με έμφαση στα συνεργατικά περιβάλλοντα, καθώς και στις σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις.
Τίτλος:
Χτίζοντας κοινότητες πρακτικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: Το Δίκτυο Πρακτικών Ασκήσεων σε δράση
Οι Κοινότητες Πρακτικής (ΚΠ) στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτελούν ένα καινοτόμο εργαλείο για την ενίσχυση της διδακτικής και μαθησιακής διαδικασίας μέσω της συνεργασίας και ανταλλαγής καλών πρακτικών μεταξύ των μελών τους. Στο πλαίσιο αυτών των κοινοτήτων, τα μέλη έχουν την ευκαιρία να μοιραστούν γνώσεις, κοινά ενδιαφέροντα, επαγγελματικές ανησυχίες, να ανταλλάξουν εμπειρίες μέσω τακτικών αλληλεπιδράσεων, και να αναπτύξουν νέες εκπαιδευτικές προσεγγίσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των φοιτητ(ρι)ών και τις εξελίξεις στο γνωστικό τους αντικείμενο. Οι ΚΠ αποτελούν μια σύγχρονη προσέγγιση που προάγει τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση μεταξύ διδασκόντων/ουσών, ερευνητ(ρι)ών και φοιτητ(ρι)ών στα πανεπιστήμια. Στο επίκεντρο αυτών των κοινοτήτων βρίσκεται η ανταλλαγή καλών πρακτικών, η ανταπόκριση στις εκπαιδευτικές προκλήσεις και η ανάπτυξη καινοτόμων προσεγγίσεων διδασκαλίας και μάθησης. Ειδικά στον τομέα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, οι ΚΠ προσφέρουν ένα δυναμικό πλαίσιο που υποστηρίζει την ανάπτυξη διδακτικών πρακτικών, την ενίσχυση της επαγγελματικής ταυτότητας και τη διασύνδεση θεωρίας και πράξης.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας Κοινότητας Πρακτικής, μοναδικής στον Ελληνικό χώρο, είναι το Δίκτυο Πρακτικών Ασκήσεων των Παιδαγωγικών Τμημάτων Προσχολικής Εκπαίδευσης, το οποίο στα 17 χρόνια λειτουργίας του έχει να επιδείξει αξιόλογες δράσεις και πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην καλύτερη προετοιμασία των μελλοντικών αλλά την αναβάθμιση των γνώσεων των εν ενεργεία εκπαιδευτικών.
Κατά τη διάρκεια της κεντρικής ομιλίας, θα παρουσιαστούν οι βασικές αρχές και τα χαρακτηριστικά των ΚΠ, ενώ θα αναδειχθούν συγκεκριμένα παραδείγματα επιτυχημένων εφαρμογών. Θα αναλυθούν οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες που προσφέρουν οι ΚΠ, με έμφαση στην ανάγκη προσαρμογής τους στις εξελίξεις της σύγχρονης εκπαίδευσης. Τέλος, η ομιλία θα τονίσει τον κρίσιμο ρόλο των ΚΠ στη διαμόρφωση μιας δυναμικής και βιώσιμης κουλτούρας επαγγελματικής ανάπτυξης στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Δίκτυο Πρακτικών Ασκήσεων Τμημάτων Προσχολικής Εκπαίδευσης.
Title
Building Communities of Practice in Higher Education: The Practical Training Network in Action
Communities of Practice (CoPs) in higher education are an innovative tool for improving the teaching and learning process through collaboration and exchange of good practice among their members. In the context of these communities, members have the opportunity to share knowledge, common interests, and professional concerns, exchange experiences through regular interactions, and develop new pedagogical approaches that respond to students’ needs and developments in their subject area. CoPs are a modern approach to fostering collaboration and interaction between teachers, researchers, and students in universities. These communities focus on sharing good practices, responding to educational challenges, and developing innovative approaches to teaching and learning. Particularly in the field of teacher education, CoPs provide a dynamic framework that supports the development of teaching practice, the enhancement of professional identity, and the linking of theory and practice.
A typical case of such a community of practice, unique in Greece, is the Network of Practicum of the Departments of Early Childhood Education, which in its 17 years of operation has demonstrated remarkable actions and initiatives aimed at better preparing future teachers and enhancing the knowledge of current teachers.
During the keynote speech, the main principles and characteristics of CoPs will be presented, while specific examples of successful applications will be highlighted. The challenges and opportunities offered by CoPs will be analyzed, emphasizing the need to adapt them to developments in modern education. Finally, the presentation will highlight the crucial role of CoPs in shaping a dynamic and sustainable culture of professional development in higher education, with the Practicum Network of Early Childhood Education Departments as a typical example.

Η Γεωργία Υφαντίδου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ιδρυματικά Υπεύθυνη Πρακτικής Άσκησης ΔΠΘ και Επιστημονικά Υπεύθυνη Έργων «Η χάρτα του αθλητικού τουρισμού και της αναψυχής στην Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας – Θράκης. Σχεδιασμός αθλητικών γεγονότων για βιώσιμη ανάπτυξη» και «Οργάνωση και Αξιοποίηση των δημοτικών αθλητικών υποδομών στην ΑΜ-Θ». Διετέλεσε Επιστημονικά Υπεύθυνη Πρακτικής Άσκησης του ΤΕΦΑΑ ΔΠΘ προωθώντας νέες συνεργασίες με φορείς σε όλη την Ελλάδα και καινοτομώντας στην ανάπτυξη συνεργασιών με πολυτελή ξενοδοχεία στο αντικείμενο της αναψυχής και άθλησης τουριστών συμβάλλοντας στην προώθηση του αθλητικού ξενοδοχειακού τουρισμού στην Ελλάδα. Είναι μέλος της Επιτροπής Ισότητας Φύλων του ΔΠΘ με έντονη παρουσία σε δράσεις για την αποδοχή, τη συνύπαρξη και την ισότητα όλων. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικά και διεθνή ερευνητικά και αναπτυξιακά προγράμματα. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την τουριστική συμπεριφορά, τον αθλητικό τουρισμό, τη βιωσιμότητα, την καινοτομία, τη διαχείριση ασφάλειας σε αθλητικά γεγονότα, την πρακτική άσκηση, την αθλητική διοίκηση και την οργάνωση του αθλητισμού για όλους.
Τίτλος:
Η καινοτομία στην πρακτική άσκηση
Η ενδυνάμωση της καινοτομίας και η μεταφορά της γνώσης αποτελούν υψηλή προτεραιότητα στην πολιτική της ΕΕ, καθώς βρίσκονται στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων. Στο νέο αυτό περιβάλλον, τα πανεπιστήμια και οι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διάχυση της γνώσης και την αξιοποίηση της καινοτομίας, καθώς διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα και θεσμικά πλαίσια για να μετατρέψουν τα ερευνητικά ευρήματα σε αποτελέσματα που μπορούν να αξιοποιηθούν από τη βιομηχανία. Η δημιουργία πιο αποδοτικών στρατηγικών και μηχανισμών για τη σύνδεση του ακαδημαϊκού χώρου με την αγορά εργασίας και τη βιομηχανία καθίσταται αναγκαία για την επιτυχή μεταφορά της γνώσης και την ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων. Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία σε αυτήν την κατεύθυνση είναι τα προγράμματα πρακτικής άσκησης, τα οποία θεωρούνται θεμελιώδη για τη συνολική εκπαίδευση των φοιτητών. Μέσω αυτών, οι φοιτητές αποκτούν πολύτιμες δεξιότητες και γνώσεις που δεν μπορούν να αποκτήσουν αποκλειστικά μέσα από τη θεωρητική διδασκαλία. Η εφαρμογή των ακαδημαϊκών γνώσεων σε πραγματικές συνθήκες εργασίας ενισχύει τη μαθησιακή διαδικασία και επιτρέπει στους φοιτητές να κατανοήσουν καλύτερα τις πρακτικές διαστάσεις των θεωρητικών τους γνώσεων. Παράλληλα, τους προετοιμάζει για τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, βελτιώνοντας την επαγγελματική τους ετοιμότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα προγράμματα πρακτικής άσκησης λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ της θεωρητικής εκπαίδευσης και της επαγγελματικής εφαρμογής, προσφέροντας στους φοιτητές μια ολοκληρωμένη εκπαιδευτική εμπειρία που ενισχύει τις δυνατότητές τους να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του επαγγελματικού τους μέλλοντος.
Title:
Innovation and internship
Strengthening innovation and knowledge transfer are high priorities in EU policy, as they are at the heart of European programs and funding. In this new context, universities and public research institutions play a key role in the dissemination of knowledge and the use of innovation, as they have the appropriate means and institutional frameworks to transform research findings into results that can be exploited by industry. The creation of more efficient strategies and mechanisms for connecting academia with the labor market and industry is necessary for the successful transfer of knowledge and the development of innovative solutions. One of the most important tools in this direction is internship programs, which are considered fundamental for the overall education of students. Through them, students acquire valuable skills and knowledge that they cannot acquire exclusively through theoretical teaching. Applying academic knowledge in real-world work situations enhances the learning process and allows students to better understand the practical dimensions of their theoretical knowledge. At the same time, it prepares them for the demands of the labor market, improving their professional readiness. In this way, internship programs act as a bridge between theoretical education and professional application, offering students a comprehensive educational experience that enhances their capabilities to meet the challenges of their professional future.

Ο Σάββας Χατζηχριστοφής είναι Αντιπρύτανης Έρευνας και Καινοτομίας, στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις της Κύπρου και Καθηγητής Τεχνητής Νοημοσύνης. Η έρευνά του επικεντρώνεται στη διασταύρωση της τεχνητής νοημοσύνης, της όρασης υπολογιστών και της ρομποτικής και έχει συμμετάσχει σε πολλά έργα Ε&Α που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς και εθνικούς οργανισμούς. Είναι κάτοχος διπλώματος (M.Eng.) και διδακτορικού διπλώματος στην Όραση Υπολογιστών από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει ειδικός επιστήμονας, επισκέπτης καθηγητής και ερευνητής σε διάφορα ιδρύματα. Έχει λάβει πολυάριθμες διακρίσεις, υποτροφίες και βραβεία για τη συνεισφορά του και έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε έγκυρα ακαδημαϊκά περιοδικά.
Τίτλος:
Τεχνητή Νοημοσύνη στη Δημοτική Εκπαίδευση: Μεταμορφώνοντας τη Μάθηση με Καινοτόμα Εργαλεία και Λύσεις
Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) ανοίγει νέους ορίζοντες στη διδασκαλία και τη μάθηση, επαναπροσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη δημοτική εκπαίδευση. Η τεχνολογία αυτή προσφέρει εργαλεία που μπορούν να εμπλουτίσουν τα παραδοσιακά σχέδια μαθήματος, ενσωματώνοντας δυναμικά και διαδραστικά στοιχεία που προσελκύουν τους μαθητές. Παράλληλα, η AI δίνει τη δυνατότητα για εξατομικευμένη μάθηση, προσαρμόζοντας το περιεχόμενο στις ανάγκες, τις προτιμήσεις και τον ρυθμό κάθε μαθητή, προάγοντας έτσι τη συμμετοχή και την ακαδημαϊκή επιτυχία.
Στην παρουσίαση αυτή, θα αναλύσουμε πώς η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να ενισχύσει τη συνεργασία ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές, διευκολύνοντας τη δημιουργία καινοτόμων σχεδίων μαθήματος που προωθούν τη δημιουργικότητα και την κριτική σκέψη. Θα παρουσιαστούν παραδείγματα εργαλείων και εφαρμογών που αξιοποιούν την τεχνολογία, ενώ θα συζητηθούν και οι προκλήσεις που συνοδεύουν την εισαγωγή της AI στην εκπαίδευση, όπως θέματα ηθικής, προστασίας προσωπικών δεδομένων και ισότητας στην πρόσβαση.
Μέσα από πρακτικά παραδείγματα και τη συνεργατική δημιουργία σχεδίων μαθήματος, θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε υπεύθυνα την AI, εξασφαλίζοντας ότι η χρήση της ενισχύει τις εκπαιδευτικές αξίες και τη συμμετοχικότητα.
Title:
Artificial intelligence in primary education: transforming learning with innovative tools and solutions
Artificial intelligence (AI) is opening new horizons in teaching and learning, redefining the way we approach primary education. This technology offers tools that can enrich traditional lesson plans, incorporating dynamic and interactive elements that attract students. At the same time, AI enables personalized learning, adapting content to the needs, preferences and pace of each student, thus promoting participation and academic success.
In this presentation, we will analyze how artificial intelligence can enhance collaboration between teachers and students, facilitating the creation of innovative lesson plans that promote creativity and critical thinking. Examples of tools and applications that leverage the technology will be presented, while the challenges that accompany the introduction of AI in education, such as issues of ethics, privacy and equality of access, will be discussed.
Through practical examples and collaborative lesson plan creation, we will examine how we can responsibly leverage AI, ensuring that its use enhances educational values and inclusion.

Η Kirsten Grossmann είναι Ακαδημαϊκός Σύμβουλος και Επικεφαλής του Προγράμματος Πρακτικής Άσκησης στο Europa-University Flensburg (EUF). Είναι υπεύθυνη για όλες τις πρακτικές ασκήσεις κατά τη διάρκεια του προγράμματος σπουδών για εκπαιδευτικούς στο EUF.
Kirsten Grossmann is an Academic Counselor and the Head of the School Practical Studies at the Europa-University Flensburg (EUF). She is responsible for all internships during the study program for teachers at the EUF.

Η Johanna Gosch είναι Ακαδημαϊκός Σύμβουλος στο Europa-University Flensburg (EUF). Σχεδιάζει και οργανώνει την καινοτόμα πρακτική “School Adoption”, μια ειδική μορφή πρακτικής άσκησης, μέρος του γενικότερου προγράμματος της πρακτικής άσκησης του εξαμήνου.
Johanna Gosch is an Academic Counselor at the Europa-University Flensburg (EUF). She plans and organizes the School Adoption, a special form of the practical semester.
Τίτλος:
School Adoption
Το School Adoption είναι μια μορφή πρακτικής άσκησης που εντάσσεται στο πρόγραμμα εξαμήνου των πρακτικών ασκήσεων στο Europa-University Flensburg (EUF), όπου μια ομάδα μαθητών αναλαμβάνει ένα ολόκληρο δημοτικό σχολείο για μια εβδομάδα μετά από αρκετές εβδομάδες προετοιμασίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το προσωπικό του σχολείου εστιάζει στην ανάπτυξη του σχολείου μέσα από αυτοεπιλεγμένες παρατηρήσεις και δραστηριότητες επαγγελματικής ανάπτυξης. Η μοναδική πρόκληση για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες έγκειται στο να βιώσουν την πολυπλοκότητα του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, τόσο μέσω της οργάνωσης της καθημερινής σχολικής ρουτίνας όσο και της αναγκαιότητας σχεδιασμού και παροχής ποιοτικών μαθημάτων.
Το School Adoption βασίζεται στη συμμετοχή των εμπλεκόμενων φορέων, προσπαθώντας να δημιουργήσουν «υβριδικές δομές μεταξύ σχολείων και πανεπιστημίων» (Fraefel, 2012). Αυτές οι δομές στοχεύουν στη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων στο κοινό έργο της σχολικής και εκπαιδευτικής ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα, παράγοντες από το πανεπιστήμιο, το IQSH (Ινστιτούτο για την Ποιοτική Ανάπτυξη στα Σχολεία στο Schleswig-Holstein, δεύτερη φάση) και τα σχολεία αλληλοεπιδρούν στο πλαίσιο, ως ίσοι.
Η επαγγελματική και ολοκληρωμένη υποστήριξη που παρέχεται για το School Adoption αναγνωρίζει ότι «οι φάσεις της εφαρμογής στην πράξη δεν έχουν αυτόματο αποτέλεσμα» (Gröschner&Hascher, 2018). Η επιτυχία του εξαμήνου της πρακτικής άσκησης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ενσωμάτωσή του στο πρόγραμμα σπουδών, το οργανωτικό του πλαίσιο και η επαγγελματική καθοδήγηση και υποστήριξη που παρέχεται (Schuberthetal., 2012). Μια συνεργατική και συνεπής συνεργασία μεταξύ παραγόντων από διαφορετικούς φορείς στο πλαίσιο μιας διεπιστημονικής ομάδας είναι θεμελιώδης για το School Adoption. Αυτή η προσέγγιση έχει σχεδιαστεί για να εμβαθύνει τις στοχαστικές ικανότητες και να αναπτύξει περαιτέρω τις παιδαγωγικές και ειδικές δεξιότητες των φοιτητών και των φοιτητριών που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Title:
School Adoption
School Adoption is a format within the practical semester at the Europa-University Flensburg (EUF), where a group of students take over an entire primary school for a week after several weeks of preparation. During this time, the school staff focuses on school development through self-selected observations and professional development activities.The unique challenge for students in this format lies in experiencing the complexity of the teaching profession, both through organizing the daily school routine and the necessity of planning and delivering quality lessons.
The School Adoption format is grounded in the participation of the involved institutions, striving to establish “hybrid structures between schools and universities” (Fraefel, 2012). These structures aim to involve all stakeholders in the shared task of school and instructional development. As a result, actors from the university, IQSH (Institute for Quality Development in Schools in Schleswig-Holstein, second phase), and schools interact as equals within the framework.
The professional and comprehensive support provided for the School Adoption acknowledges the understanding that “practical phases do not have an automatic effect” (Gröschner& Hascher, 2018). The success of the practical semester depends on various factors, such as its integration into the curriculum, its organizational framework, and the professional guidance and support provided (Schuberth et al., 2012).A cooperative and consistent collaboration between actors from different institutions within a multidisciplinary team is fundamental to the School Adoption format. This approach is designed to deepen reflective competencies and further develop the pedagogical and subject-specific skills of the students involved.